ψιλογνέθω

ψιλογνέθω
μετ. тонко прясть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψιλογνέθω" в других словарях:

  • ψιλογνέθω — Ν 1. γνέθω σε λεπτό νήμα 2. παροιμ. «όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί» οι πολύ λεπτολόγοι βγαίνουν συχνά ζημιωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + γνέθω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλογνέθω — ψιλόγνεσα, ψιλογνεσμένος 1. γνέθω τα μαλλιά σε πολύ λεπτά νήματα. 2. ψιλολογώ, ξεψαχνίζω. 3. η παροιμία, «Όποιος ψιλογνέθει συχνά χοντροφορεί», δηλώνει ότι αυτοί που λεπτολογούν πολλές φορές βγαίνουν ζημιωμένοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ψιλόγνεθος — η, ο, Ν [ψιλογνέθω] αυτός που τόν έχουν γνέσει σε λεπτό νήμα, ψιλογνεσμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»